- αγιοκέρι
- το1. λαμπάδα τής εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών2. το κερί τής μέλισσας3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa τής τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι).[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί].
Dictionary of Greek. 2013.